- περπάτημα
- τό1) ходьба, вышагивание;
μισή ώρα περπάτημα — полчаса ходьбы;
2) походка;τον καταλαβαίνω απ' το περπάτημα — узнавать кого-л. по походке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μισή ώρα περπάτημα — полчаса ходьбы;
τον καταλαβαίνω απ' το περπάτημα — узнавать кого-л. по походке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περπάτημα — το, Ν βλ. περιπάτημα … Dictionary of Greek
περπάτημα — το, ατος βάδισμα, πορεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιπάτημα — περιπάτημα, το και περπάτημα, το, ατος 1. βάδισμα, πορεία: Πρήστηκαν τα πόδια μου από το περπάτημα. 2. τρόπος βαδίσματος: Λεβέντικο περπάτημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιπάτημα — το, ΝΜ, και περπάτημα και πορπάτημα, Ν [περιπατώ / περπατώ] ο χαρακτηριστικός τρόπος με τον οποίο περπατάει κάποιος, η περπατησιά νεοελλ. 1. το να περπατάει κανείς, το να βαδίζει πεζή, η πορεία («κουράστηκα απ το πολύ περπάτημα» 2. στον πληθ. τα… … Dictionary of Greek
αγριόπαπια — Είδος χηνομόρφων πτηνών της οικογένειας των ανατιδών. Την ίδια ονομασία έχουν και άλλα συγγενικά είδη που ανήκουν κυρίως στο ίδιο γένος (νήσσα). Το σώμα τους έχει μήκος γύρω στα 0,5 μ. Το βάρος τους είναι περίπου 1 1,5 κιλό. Χαρακτηρίζονται από… … Dictionary of Greek
αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… … Dictionary of Greek
βάδην — Αθλητικό αγώνισμα που προέρχεται από το κοινό βάδισμα. Διακρίνεται από το τρέξιμο στο ότι το πόδι που προβάλλει πρέπει να συναντήσει το έδαφος, προτού το άλλο πόδι αποσπαστεί από αυτό. Η διαφορά του από το συνηθισμένο περπάτημα είναι ότι το πόδι… … Dictionary of Greek
βάδιση — η (AM βάδισις) [βαδίζω] το να βαδίζει κανείς, περπάτημα νεοελλ. ο ιδιαίτερος, χαρακτηριστικός τρόπος που βαδίζει κάποιος … Dictionary of Greek
βάδος — βάδος, ο (Α) [βαδίζω] βάδιση, περπάτημα … Dictionary of Greek
βήμα — το (AM βῆμα, Μ και βῆμαν, Α και βᾱμα, δωρ. τ.) 1. η κάθε κίνηση του ποδιού ενός που βαδίζει 2. περπάτημα, περπατησιά, τρόπος βαδίσματος 3. «το Άγιο Βήμα» το εσώτατο μέρος του χριστιανικού ναού, στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα 4. το βάθρο από… … Dictionary of Greek
ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… … Dictionary of Greek